ἐπαναβληδόν

ἐπαναβληδόν
ἐπαναβληδόν
thrown over
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επαναβληδόν — ἐπαναβληδόν και ποιητ. τ. έπαμβληδόν (Α) επίρρ. (για ρούχα) ριχτά στους ώμους («ἐπί τούτοισι δὲ εἰρίνεα εἵματα λευκὰ ἐπαναβληδὸν φορέουσιν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + θ. βλη (< βάλλω, πρβλ. παθ. αορ. ε βλή θην) + κατάλ. δον, που… …   Dictionary of Greek

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • επαμβλήδην — ἐπαμβλήδην και ἐπαναβληδόν (Α) επίρρ. 1. αναριχτά, ριχτά πάνω στους ώμους 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀναβαλλόμενος, ἀνακρουόμενος» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”